Τα Χριστούγεννα και οι εορτασμοί του Δωδεκαήμερου δεν είναι απλώς γιορτές σημαντικές για τη χριστιανοσύνη, αλλά και για το λαϊκό μας πολιτισμό, μιας και συνοδεύονται από αρκετά ενδιαφέροντα εθιμικά δρώμενα.
Τρία στοιχεία συνθέτουν συνήθως τις λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων: το τρυφερό θρησκευτικό συναίσθημα, η αρχαία ελληνική καταγωγή και η επιδέξια προσαρμογή στις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτός ο σπουδαίος συνδυασμός φαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις και τα έθιμά μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του υπέροχου συνδυασμού βρίσκουμε στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα της υπαίθρου, όπου τα παιδιά ψάλλοντας εκτός του μηνύματος της Γέννησης επιμένουν και σε λεπτομέρειες του τρόπου ανατροφής του Θείου Βρέφους: “Γεννιέται κι΄ ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…”
Με έθιμα και παραδόσεις, λοιπόν, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο, ετοιμάζονται όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού, την πρώτη μέρα του νέου χρόνου και τα Θεοφάνια. Πόλεις και χωριά στολίζονται, φωταγωγούνται, ντύνονται με μελωδίες και προετοιμάζονται για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Με το πέρασμα των χρόνων, αλλά με τις αλλαγές που έφερε η τεχνολογία και ο πολιτισμός κάποια παραδοσιακά ήθη και έθιμα ξεχάστηκαν, κάποιες παραδόσεις όμως εξακολουθούν να δίνουν ξεχωριστό χρώμα στις περιοχές που τις τηρούν ακόμα.
Ας κάνουμε μαζί ένα οδοιπορικό στην πατρίδα μας, για να θυμηθούμε κάποιες από τις ιστορίες των παππούδων μας και ας τις διηγηθούμε στα παιδιά μας, για να κρατήσουμε ζωντανό ένα μικρό κομμάτι της καταγωγής μας.
Το Χριστόξυλο
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου τόσο για εμάς τους μεγάλους όσο και για τα παιδιά είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο όμως αυτό ήρθε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωτάκια του μπήκε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Στη χώρα μας “πρόδρομος” του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή αλλιώς σκαρκάνζαλος. Επρόκειτο για ένα γερό και χοντρό ξύλο από αχλαδιά, αγριοκερασιά ή κάποιο άλλο αγκαθωτό δέντρο. Οι πρόγονοί μας προτιμούσαν τα αγκαθωτά δέντρα γιατί, κατά τη λαϊκή παράδοση, απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους μακριά από το σπίτι. Στα χωριά της βορείου Ελλάδας το χριστόξυλο μπορεί να ήταν το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που μπορεί και από το καλοκαίρι ακόμη να το είχαν ετοιμάσει για εκείνη τη νύχτα.
Οι χωρικοί τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων με σκοπό να καίει συνέχεια στη φωτιά από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Η φωτιά έπρεπε να είναι αναμμένη για δυο λόγους: για να ζεσταίνεται η Παναγία και ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ, αλλά και για να μένουν έξω από το σπίτι οι καλικάντζαροι, που εκείνες τις “αβάφτιστες ημέρες” τριγύριζαν πάνω στη γη γεμάτοι πονηριά.
Πριν ο άντρας του σπιτιού φέρει το χριστόξυλο στο σπίτι, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζε επιμελώς ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι. Στη Χίο, όταν ο άντρας του σπιτιού έφερνε το κούτσουρο στο σπίτι, το έριχνε στη μέση του δωματίου και η οικογένεια το έραινε με αμύγδαλα και καρύδια πριν το βάλει στο τζάκι.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού άναβε την καινούρια φωτιά και έβαζε στην πυροστιά το χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
Η νοικοκυρά μετά το τέλος των γιορτών κρατούσε τη στάχτη των ξύλων, γιατί θα προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Την ημέρα των Φώτων τη σκόρπιζε γύρω απ’ το σπίτι, τους στάβλους και τα χωράφια.
Το Χριστόψωμο
Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων, πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αφορούσε το ζύμωμα του χριστόψωμου. Το ζύμωμα αυτό θεωρείτο θείο έργο και οι νοικοκυρές έφτιαχναν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια, υπομονή και ειδική μαγιά, που σε κάποιες συνταγές περιείχε και αποξηραμένο βασιλικό.
Οι γυναίκες στην Κρήτη, αλλά και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, χρησιμοποιούσαν ακριβά και εκλεκτά υλικά: ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Όσο διαρκούσε το ζύμωμα, οι νοικοκυρές έλεγαν: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Έπλαθαν το ζυμάρι και έπαιρναν τη μισή ζύμη, για να φτιάξουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη έφτιαχναν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο έβαζαν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδίαζαν σχήματα με το μαχαίρι ή το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς και πουλάκια. Τα σχέδια του χριστόψωμου γενικά, πέραν του καθαρά διακοσμητικού τους χαρακτήρα, είχαν και συμβολική σημασία και ήταν ανάλογα με την ιδιότητα του νοικοκύρη: π.χ. βόδια και αλέτρι του γεωργού, πρόβατα, κατσίκια και στάνη του βοσκού.
Κατά τόπους το έφτιαχναν σε διάφορες μορφές και είχε πολλές ονομασίες όπως: «το ψωμί του Χριστού», «Σταυροί», «βλάχες», κ.ά. Απαραίτητος ήταν επάνω στο χριστόψωμο χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω, γύρω έφτιαχναν διάφορα διακοσμητικά, σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις αγωνίες των πιστών για ενότητα, αγάπη, αφθονία, αλλά και γονιμότητα και καλή συγκομοιδή.
Σε πολλά μέρη, τα χριστόψωμα τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, κούπες ή βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα. Για όλους, όμως, τα χριστόψωμα αποτελούσαν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού θα στήριζε τη ζωή τους.
Στη Λευκάδα οι γυναίκες έπλαθαν Χριστόψωμα ή Χριστοκούλουρα, που ήταν μια σειρά ψωμιών σε ειδικό σχήμα το καθένα. Πρώτα έπλαθαν τη λειτουργιά, που σφραγιζόταν με τη σπιτική σφραγίδα. Στη συνέχεια έφτιαχναν το σταυρό σε μικρό ταψί, το Χριστόψωμο για τη μέρα των Χριστουγέννων σε μεγάλο ταψί, και τέλος για τα κορίτσια τις “βλάχες” ή “μπαλούμπες”.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια για το κόψιμο του σταυρού. Πάνω στο τραπέζι τοποθετούσαν ένα μπουκάλι κρασί κι ένα μπουκάλι λάδι, ενώ το φαγητό ήταν νηστίσιμο. Ο αρχηγός της οικογένειας χάραζε το σταυρό σε 4 κομμάτια και τον έβαζε πάνω στα μπουκάλια. Τα μέλη της οικογένειας έπιαναν όλα το σταυρό και παίρνοντας ο καθένας το κομμάτι του αντάλλασσαν ευχές.
Στην Ιθάκη το Χριστόψωμο ήταν στενόμακρο και έμοιαζε με το Χριστό στα σπάργανα, ενώ σε κάποιες περιοχές της Δράμας πάνω σε ένα στρογγυλό ψωμί έπλαθαν και τοποθετούσαν ένα μικρότερο. Το μεγάλο συμβόλιζε τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός και το μικρό τον ίδιο το Χριστό.
Πολύ χαρακτηριστικό για τους συμβολισμούς του, με ολόκληρη στάνη επάνω, ήταν το χριστόψωμο των Σαρακατσάνων, οι οποίοι έφτιαχναν και ένα άλλο ακόμα ψωμί (“τρανή Χριστοκουλούρα”) για τα πρόβατά τους.
Στο παρελθόν ακόμη και τα ζώα είχαν μερίδα στο χριστόψωμο. Ψωμιά για τα ζώα συνηθίζονταν στο Διδυμότειχο, τα οποία είχαν σχήμα ζυγού, αλλά και στην Καστοριά, όπου έφτιαχναν κουλούρες με παραστάσεις ζώων και γεωργικών εργαλείων και τις έδιναν μαζί με αλάτι στα ζώα. Αλλά ακόμη και σε περιοχές που δεν έφτιαχναν ειδικό ψωμί, οι χωρικοί έπαιρναν από το δικό τους και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να ευλογηθούν κι αυτά.
Το αναμμένο πουρνάρι” και το έθιμο της φωτιάς
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή. Σύμφωνα, όμως, με την παράδοση βρήκαν ένα ξερό πουρνάρι και έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Αυτή η συνήθεια υπήρχε παλιά σε πολλά χωριά της Ηπείρου και όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παντρεμένα παιδιά που πήγαιναν στο πατρικό τους για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι ή κάποιο άλλο φυτό που καιγόταν τρίζοντας. Στο δρόμο το άναβαν και το πήγαιναν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι γεμίζοντας χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και σήμερα σε κάποια χωριά διασώζεται κάτι απ’ αυτή την παλιά συνήθεια. Πολλοί κρατούν στη χούφτα τους λίγα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπουν και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: “Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!”
Σε πολλές πόλεις και χωριά ανάβονταν και ομαδικές φωτιές, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Στην Καστοριά άναβαν κέδρους στις άκρες των χωριών και στη Σιάτιστα άναβαν πυρές στις πλατείες χτυπώντας γύρω απ’ αυτές κουδούνια. Το διώξιμο του κακού γινόταν έτσι πιο αποτελεσματικό, αφού τα κουδούνια έχουν, όπως και η φωτιά, αποτρεπτική δύναμη, σύμφωνα πάντα με τις λαϊκές δοξασίες.
Διαβάστε περισσότερα εδώ